Επηρεάζοντας την έκφραση πολλών γονιδίων με ποικίλους μηχανισμούς, με σημαντικότερη ίσως τη ρύθμιση της απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου, η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη, που δρα σε όλα τα όργανα του σώματος.Τις τελευταίες δεκαετίες, η βιταμίνη D έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων, με μελέτες να επιβεβαιώνουν ότι η αποτελεί «σύμμαχο» για την καλή κατάσταση των οστών, την τόνωση του ανοσοποιητικού συστήματος, την καλή λειτουργία της καρδιάς και τη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα.Ο τρόπος με τον οποίο συνθέτεται στον οργανισμό μας είναι μέσω της επίδρασης της υπεριώδους ακτινοβολίας, αν και μπορεί να προσληφθεί και με την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών, όπως ο σολομός, ο τόνος, ο μπακαλιάρος, οι σαρδέλες, το μουρουνέλαιο, η μαργαρίνη τα αυγά και το βοδινό συκώτι.Σύμφωνα με τους μελετητές, η σύνθεση της βιταμίνης D εξαρτάται από:την ηλικία, καθώς η ικανότητα παραγωγής βιταμίνης D από τον οργανισμό μειώνεται με την ηλικίατο χρώμα του δέρματος, με τα σκουρόχρωμα δέρματα να επιτρέπουν τη μικρότερη σύνθεσή τηςτη χρήση αντηλιακών προϊόντωντην εποχή του χρόνου, δεδομένου ότι τον χειμώνα η παραγωγή της ελαττώνεται, εξ αιτίας της μειωμένης ηλιοφάνειαςΗ έλλειψή της μπορεί να μετρηθεί μετά από σχετική αιματολογική εξέταση, μέσω των επίπεδων της 25(ΟΗ)D3 στο αίμα.Επάρκεια έχουμε εάν οι τιμές μας είναι μεγαλύτερες από 30 ng/ml, ανεπάρκεια όταν είναι 10-30 ng/ml και έλλειψη ότι εντοπίζεται ποσότητα μικρότερη από 10 ng/ml.Όπως όλες οι βιταμίνες, η έλλειψη της D μπορεί να προκαλέσει:ανάπτυξη οστεομαλακίας και οστεοπόρωσης στους ενήλικεςχαμηλά επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμααυξημένη συχνότητα πτώσεων και συνοδών καταγμάτωνραχίτιδα σε παιδιάΗ θεραπεία υποκατάστασης της βιταμίνης D, κατόπιν φαρμακευτικής αγωγής, είναι άκρως ασφαλής και συνήθως δεν παρατηρούνται προβλήματα από τη χορήγησή της.
Αφήστε μια απάντηση