Ο ιδρυτής και επικεφαλής της παράταξης «Αγάπη για την Ξάνθη μας», με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία, προσχώρησε στη δημιουργία της αρχικά λεγόμενης «κίνησης των τεσσάρων».Επί δεκατέσσερις μήνες εισέπραττε μεν σκληρή ενδοπαραταξιακή κριτική για την κίνησή του, απολάμβανε δε μιας ιδιάζουσας ασυλίας, αναντίστοιχης με τα αρνητικά συναισθήματα που η πρωτοβουλία του φερόταν ότι προκάλεσε. Παρά την αόριστη αρχική τοποθέτηση ότι το θέμα μίας ενδεχόμενης συνεργασίας θα εξετασθεί εν ευθέτω χρόνω και από μηδενική βάση, ουδεμία πρωτοβουλία προσέγγισης ή ανταπόκριση σε προσκλήσεις διαλόγου υπήρξε ποτέ. Τουναντίον, η αύρα συμμετοχής σε «ανώδυνες» θέσεις ολοένα και τόκιζε στο Χρηματιστήριο Αξιών της Διοίκησης. Ως εκ τούτου, παγιώθηκε μία ιδιόμορφη κατάσταση μίας παράταξης της οποίας ο αρχηγός, παρότι αναγνωριζόταν de jure ως ο μόνος που θα μπορούσε να φέρει το βάρος της απόφασης σχετικά με το μέλλον της παράταξης, αφού δεν διεγράφη ή δεν αντικαταστάθηκε, ταυτόχρονα ευνουχίστηκε de facto από τη στάση και τις κινήσεις των υπολοίπων δημοτικών συμβούλων. Η ηρωική (;) έξοδός του από την «κίνηση των τεσσάρων», συνδυαζόμενη με την παραίτησή του από τη θέση του δημοτικού συμβούλου, όχι μόνο δεν έδωσε λύση στην παράταξη, αλλά περιέπλεξε περαιτέρω τα πράγματα. Σε συνέντευξή του σε τοπικό μέσο, ο διάδοχος επικεφαλής παρουσιάζει τη θέση του περίπου ως «υπηρεσιακή», αφήνοντας τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στον ιδρυτή με χρονικό ορίζοντα αρκετών μηνών. Με τους μέχρι σημείου τινός συνοδοιπόρους μας, δεν μας χωρίζει παρά μόνο πολιτική αντιπαράθεση. Κατανοούμε τις επιλογές τους μεν, δεν τις προκρίνουμε δε.Ποιοι αγάπησαν τελικά την «Αγάπη»; Σίγουρα ο κόσμος που ψήφισε με ελπίδα ότι μερικοί άβγαλτοι, ερασιτέχνες, γραφικοί – και αδέσποτοι αν θέλετε, θα μπορούσαν να ορθώσουν ένα ανάχωμα και να εκτρέψουν το χείμαρρο της καθεστηκυίας τάξης που πνίγει κάθε τι το πηγαίο και το απροϋπόθετο. Που απαιτεί στανικά πίσω από κάθε ενέργεια να υπάρχει το όφελος, μετρούμενο με τα μυωπικά γυαλιά της ευνοιοκρατίας σε κάθε της έκφανση.Οι γράφοντες δεν εξαιρούμε τον εαυτό μας από την ευθύνη της απογοήτευσης.Μολαταύτα, στο ραντεβού μας με την Ιστορία δώσαμε και δίνουμε παρόν, δεν λακίσαμε, και δε λακίζουμε, παρότι αγανακτήσαμε από τα υποκριτικά όχι των αγανακτισμένων. Δε μας αντιπροσωπεύει η νοοτροπία της άνω τελείας, πολλώ δε μάλλον των αποσιωπητικών. Πληρώσαμε και πληρώνουμε το τίμημα, αρνούμενοι να παρασυρθούμε από τα άπλυτα της δημοκρατικής μετριοκρατίας. (Έχει να πέσει πολύ γέλιο – και πολύ κλάμα – αν θα κάτσουμε και απαριθμήσουμε τα έργα και τις ημέρες των αυτόκλητων σωτήρων της Πόλης). Επειδή στον ορίζοντα διαγράφεται ένα στρατηγικό αδιέξοδο, θεωρούμε ότι θα πρέπει να ξαναεκτεθούμε ως κρινόμενοι και να εισπράξουμε τα δέοντα. Η όποια Ανατροπή απαιτεί, στη δίνη του χρόνου, να (ξε)περάσεις αμαρτωλά, υπόγεια, συγκοινωνούντα δοχεία, να κινηθείς στα κενά, να αφεθείς στο πιο ερωτικό χτυποκάρδι, να απολαύσεις το μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Με εκτίμησηΒασίλης ΠαπαδόπουλοςΜιχάλης Σπανίδης(Πρώην Δημοτικοί Σύμβουλοι)
Αφήστε μια απάντηση