Η εμμηνόπαυση είναι η οριστική διακοπή παραγωγής οιστρογόνων και προγεστερόνης, οδηγώντας σε παύση της ωοθυλακιορρηξίας και έμμηνου ρύσης.Η εμμηνόπαυση ξεκινά όταν οι γυναίκες παύουν να έχουν περίοδο για τουλάχιστον 12 συνεχόμενους μήνες, σηματοδοτώντας τη μετάβαση στην αδράνεια του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, μέσω μιας σειράς «συμπτωμάτων» γνωστών ως περιεμμηνόπαυση ή κλιμακτήριος.Μεταξύ των συμπτωμάτων της κλιμακτηρίου είναι:η περιορισμένη ποσότητα αίματος κατά τη διάρκεια της περιόδουοι ημικρανίεςη επιβράδυνση του μεταβολισμούη αύξηση του βάρους καιοι εξάψεις και νυχτερινές εφιδρώσειςοι εναλλαγές της διάθεσηςη μειωμένη σεξουαλική επιθυμίαη κολπική ξηρότηταΟι σωματικές και συναισθηματικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά την εμμηνόπαυση μπορεί να είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν, αν και υπάρχουν στρατηγικές που μπορούν να βοηθήσουν στην ευκολότερη μετάβαση και την ανακούφιση των συμπτωμάτων, μέσω:της τακτικής άσκησης, που βοηθά στη μείωση των εξάψεων, στη βελτίωση της διάθεσης και στη μείωση της αύξησης του σωματικού βάρουςτης υγιεινής διατροφήςτου ομαλού ύπνου, που συμβάλει στη μείωση του στρες και των εξάψεωνΗ περιεμμηνοπαυσιακή και εμμηνοπαυσιακή των γυναικών ξεκινά περίπου στα 50 έτη του, αν και η πρώιμη εμμηνόπαυση μπορεί να επέλθει ακόμη και σε ηλικία κάτω των 40 ετών.Μάλιστα, μελέτες έχουν δείξει ότι εμμηνόπαυση μπορεί να προκληθεί ακόμη και άμεσα, μετά από υστερεκτομή και ωοθηκεκτομή ή ακόμη και λήψη χημειοθεραπευτικών σκευασμάτων που ενδέχεται να επηρεάσουν τα ωοθηκικά αποθέματα.Σύμφωνα με τους γυναικολόγους παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, το κάπνισμα, η διατροφή και το άγχος μπορούν να επηρεάσουν την ηλικία της εμμηνόπαυσης στις γυναίκες, οι οποίες ενδέχεται να έχουν εντονότερα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα.Κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, τα επίπεδα της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) και της ωχρινοτρόπου (LH) αυξάνονται σημαντικά στο αίμα, εξ αιτίας του περιορισμού των επιπέδων οιστρογόνων που παράγονται. Παράλληλα, στη φάση της κλιμακτηρίου και της εμμηνόπαυσης, μπορούν να προκληθούν διαταραχές στη λειτουργία του θυρεοειδούς, γι’ αυτό και συστήνεται ο έλεγχος της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) και των FT3 και FT4.Οι παραπάνω ορμόνες μπορούν να ελεγχθούν εργαστηριακά, ενώ η διάγνωση γίνεται και κλινικά με κολπικό υπερηχογράφημα, όπου εξετάζονται το μέγεθος, η μορφολογία των ωοθηκών και η ύπαρξη ή μη ωοθυλακίων. Παράλληλα, το τεστ Παπ μπορεί να δείξει ατροφία του κόλπου λόγω έλλειψης των οιστρογόνων.
Αφήστε μια απάντηση